- πανελεήμων
- παν-ελεήμων, ον, ganz barmherzig
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
πανελεήμων — all merciful masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανελεήμων — ον, Α (ως επίθετο τού Θεού) γεμάτος έλεος, ευσπλαχνικός, επιεικής προς όλους («τοῡ πανελεήμονος Θεοῡ», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἐλεήμων] … Dictionary of Greek
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek